- νεορραντος
- νεόρραντοςνεό-ρραντος2недавно окропленный (кровью), покрытый свежей кровью
(ξίφος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ξίφος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νεόρραντος — νεόρραντος, ον (Α) 1. αυτός που ραντίστηκε πρόσφατα («μόνον πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει», Σοφ.) 2. αυτός που χύθηκε πρόσφατα («δάκρυα νεόρραντα», Αριστείδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + (ρ)ραντος (< ῥαίνω), πρβλ. πολύ ρραντος] … Dictionary of Greek
νεορράντοις — νεόρραντος newly sprinkled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεορράντου — νεόρραντος newly sprinkled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεορράντῳ — νεόρραντος newly sprinkled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek